οικειοθελώς

οικειοθελώς
[икиотэлос] επίρ. добровольно.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "οικειοθελώς" в других словарях:

  • εαυτός — ο (Μ ἑαυτός) 1. με άρθρο και την προσωπική αντωνυμία πάντα στο αρσενικό γένος ανεξάρτητα από το φύλο τού προσώπου που μιλάει («ο εαυτός μου» εγώ ο ίδιος, εγώ η ίδια) 2. φρ. α) «έρχομαι στον εαυτό μου», «συνέρχομαι αφ ἑαυτοῡ» από μόνος μου,… …   Dictionary of Greek

  • εκών — ούσα, όν (AM ἑκών, οῡσα, όν) αυτός που ενεργεί ή πάσχει κάτι με τη θέλησή του, οικειοθελώς προσφερόμενος, εθελοντής αρχ. 1. αυτός που ενεργεί από πρόθεση, επίτηδες («ἑκών ἠμάρτανεν» επίτηδες αποτύγχανε) 2. φρ. α) «ἑκών εἶναι» όσο εξαρτάται από… …   Dictionary of Greek

  • ενοχή — Νομική σχέση σύμφωνα με την οποία ένα πρόσωπο (οφειλέτης) είναι υποχρεωμένο να προβεί σε μια ορισμένη παροχή προς ένα άλλο (πιστωτή). Σε αντίθεση με τα εμπράγματα δικαιώματα, που εκφράζουν τη νομική θέση του προσώπου απέναντι σε ένα πράγμα και… …   Dictionary of Greek

  • θυσιάζω — (ΑΜ θυσιάζω) [θυσία] προσφέρω κάτι ως θυσία («ο Αγαμέμνων θυσίασε την Ιφιγένεια στην Άρτεμι») νεοελλ. 1. στερούμαι οικειοθελώς κάτι για χάρη κάποιου άλλου 2. πουλώ τόσο φθηνά σαν να χαρίζω κάτι («πες πως θυσίασα το κτήμα και όχι πως τό πούλησα»)… …   Dictionary of Greek

  • ιδιοθελώς — και ιδιόθελα (Μ ἰδιοθελῶς) επιρρ. με τη θέληση κάποιου, εκουσίως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αναλογικός σχηματισμός κατά το οικειοθελώς (< οικειοθελής)] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόπολη — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 430 μ., 5.114 κάτ.), του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένη κοντά στα ερείπια της ομώνυμης αρχαίας πόλης, η Μ. είναι η μεγαλύτερη κωμόπολη του νομού Αρκαδίας και μεταξύ 1961 και 1971 παρουσίασε τη …   Dictionary of Greek

  • οικειοβούλως — οἰκειοβούλως (Μ) επίρρ. αυτοπροαίρετα, οικειοθελώς, οικείᾳ βουλήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από αμάρτυρο επίθ. *οἰκειόβουλος (< οἰκεῖος + βουλος < βουλή), πρβλ. αυτο βούλως] …   Dictionary of Greek

  • οικειοθελής — ές αυτός που γίνεται με τη θέληση εκείνου που ενεργεί ή αυτός που προέρχεται από ιδία θέληση, αυτοπροαίρετος, αυτόβουλος, θεληματικός, εκούσιος. επίρρ... οικειοθελώς εκούσια, θεληματικά, αυτοπροαίρετα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + θελής (< θέλω)] …   Dictionary of Greek

  • φρενόθεν — Α επίρρ. οικειοθελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + επιρρμ. κατάλ. –θεν (πρβλ. μυχό θεν)] …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Ιάκωβος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. ο πρεσβύτερος. Ένας από τους δώδεκα Αποστόλους. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννη. Μαρτύρησε επί Ηρώδη Αγρίππα Α’, περίπου το έτος 42 μ.Χ. (Πράξεις των Αποστόλων κβ’).… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»